ὁδαῖος

ὁδαῖος
ὁδαῖος
that for which a merchant travels
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οδαίος — ὁδαῑος, α, ον (ΑΜ [οδός] μσν. κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιος* αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῑα το φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ άλλους, εφόδια …   Dictionary of Greek

  • ὁδαῖον — ὁδαῖος that for which a merchant travels masc acc sg ὁδαῖος that for which a merchant travels neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδαῖα — ὁδαῖος that for which a merchant travels neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδαίων — ὁδαί̱ων , ὁδαῖος that for which a merchant travels fem gen pl ὁδαί̱ων , ὁδαῖος that for which a merchant travels masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • πρωκτόδαιο — το, Ν ζωολ. τμήμα τού εμβρυϊκού πεπτικού σωλήνα τών σπονδυλοζώων που σχηματίζει το πίσω μέρος τής αμαρικής αίθουσας και είναι εξωδερμικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proctodaeum < πρωκτός + ὁδαῖος (< ὁδός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”